δηκτικῆς

δηκτικῆς
δηκτικός
biting
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γεφτουσένκο, Γεβγκένι Αλεξάντροβιτς — (Yevgeni Aleksandrovich Yevtushenko, Ζιμά 1933 –). Ρώσος ποιητής και πεζογράφος. Ύστερα από μερικά χρόνια περιπετειώδους ζωής, κατά την οποία υπήρξε χορευτής, γεωλόγος και κυνηγός αρκούδων, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα μετά το 1950 με… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Σαμφόρ — (Chamfort, ψευδώνυμο του Nicolas – Sebastien Roch). Γάλλος συγγραφέας (Κλερμόν 1740 – Παρίσι 1794). Πολύ γρήγορα έγινε δεκτός στους παρισινούς φιλολογικούς κύκλους, όπου τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα για το δηκτικό και σπινθηροβόλο πνεύμα του: έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Σουρής, Γεώργιος — Έλληνας σατιρικός ποιητής (Ερμούπολη Σύρου 1853 Φάληρο 1919). Στα χρόνια των γυμνασιακών σπουδών του έζησε στην Αθήνα. Ο πατέρας του φιλοδόξησε να τον κάνει παπά, αυτός όμως προτίμησε, για ν’ αποφύγει το ιερατικό στάδιο, να ταξιδέψει μακριά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”